- γερουσιαστῶν
- γερουσιαστήςmember of amasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατρονόμος — ὁ, Α 1. μέλος τού συμβουλίου που ιδρύθηκε στη Σπάρτη από τον Κλεομένη Γ σε αντικατάσταση τής αρχής τών εφόρων και τών γερουσιαστών και το οποίο ασκούσε πατρική κατά κάποιον τρόπο εξουσία και εξακολούθησε να υπάρχει πιθανώς και μετά την… … Dictionary of Greek
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
επισφύριον — ἐπισφύριον, τὸ (Α) 1. στον πληθ. τὰ ἐπισφύρια α) πόρπη με την οποία στερέωναν τις περικνημίδες στα σφυρά («κνημίδας... ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας», Ομ. Ιλ.) β) το πάνω μέρος τής άρθρωσης στα σφυρά, τα σφυρά 2. ως επίθ. ἐπισφύριος, ον και… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μπουρούντι — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Ρουάντα, στα Α και στα Ν με την Τανζανία και στα Δ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρέχεται στα Δ από τη λίμνη Τανγκανίκα.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς διέξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Χοϊδάς — Επώνυμο οικογένειας της Κεφαλονιάς. 1. Γεώργιος (1772 – 1848). Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα και αργότερα γεωπονία στη Βονωνία. Γύρισε στην Κεφαλονιά και στη διάρκεια του 1821 ενίσχυσε οικονομικά τα αποσπάσματα των συμπατριωτών του που πήραν μέρος … Dictionary of Greek
χρίσμα — το, ατος 1. επίχρισμα, επάλειμμα. 2. στην εκκλησιαστική γλώσσα, το άγιο μύρο, το μυστήριο της χρίσης αυτού που βαφτίζεται με το άγιο μύρο. 3. η επίσημη αναγνώριση υποψήφιων βουλευτών ή γερουσιαστών ή άλλων από τον αρχηγό του κόμματος: Τα κατάφερε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)